Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Τρία απλά μαθήματα από το Μπουένος Άιρες

του Δημήτρη Ψαρράκη*



Από το βράδυ της 30ης Ιουλίου 2014, το φάντασμα του ντε λα Ρούα, -του προέδρου της Αργεντινής που κατέβασε τανκς στους δρόμους και σκότωσε ανθρώπους το 2001 με τη χρεοκοπία της Αργεντινής- φάνηκε να πλανάται στον ουρανό της χώρας.

Αυτή τη φορά όμως, ήταν πιο ψύχραιμη η αντίδραση του λαού, που επέλεξε να υποστηρίξει την κυβέρνηση της χώρας σε μια κρίσιμη απόφαση. Οι μνήμες του 2001 δεν είναι και πολύ μακρινές άλλωστε. Γνώση και μνήμη είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν τους λαούς από τους όχλους.
Η ιστορία του τι έγινε είναι απλή, μέσα στην πολυπλοκότητά της. Η Αργεντινή έκανε μονομερές κούρεμα του χρέους της και σε δύο κύματα το 90% των ομολογιούχων δέχτηκαν το κούρεμα αυτό (2005). Έμειναν όμως ανοιχτοί λογαριασμοί.
Όταν τα πράγματα μένουν ανοιχτά η αγορά έρχεται να καλύψει τα κενά. Τα outstanding bonds αγοράστηκαν από κερδοσκοπικό fund (κάποιου κυρίου Singer) σε εξευτελιστική τιμή ($50 εκατ.), και καθώς εκκρεμούσε η απόφαση για το τι μέλλει γενέσθαι με αυτά τα bonds, ο ιδιοκτήτης του fund επιδίωξε δικαστικά να εισπράξει το face value των ομολόγων και να κερδίσει από τη διαφορά της αγοράς τους.
Το δικαστήριο τον δικαίωσε, δεν δέχτηκε την πρόταση της Αργεντινής να «διακανονίσει» τη πληρωμή (με μόλις 300% κέρδος), και η Αργεντινή δήλωσε “selective default” στα συγκεκριμένα ομόλογα.
Τι έχει να μας διδάξει αυτή η ιστορία του δεκατριάχρονου κύκλου της αργεντίνικης κρίσης χρέους; Καταλήγω σε τρία μαθήματα:

Πρώτον: Οι δουλειές πρέπει να κλείνουν
Το λάθος της Αργεντινής ήταν ότι πίστευε ότι δημιουργώντας τετελεσμένα διευθετούσε το πρόβλημα, ενώ στη πραγματικότητα το άφηνε ανοιχτό να σέρνεται και να χρονίζει. Όταν μία διαχείριση είναι διάτρητη, δημιουργούνται κενά, και τα κενά η αγορά έχει ένα απίστευτο «χάρισμα» να τα κλείνει, και μερικές φορές με… άκομψο τρόπο, όπως στη περίπτωση της Αργεντινής.
Εάν ακολουθούσαμε μία λογική α λα Αργεντινή το 2010, θα μεταφέραμε το πρόβλημα και επ’ ουδενί δεν θα το λύναμε. Θα μου πεις, και εμείς μεταφέρουμε πληρωμές στο μέλλον. Όμως αυτό είναι πολύ διαφορετικό γιατί είναι θεσμικά περιχαρακωμένο και ελέγχεται. Η Αργεντινή το άφησε «αδέσποτο». Το ερώτημα δεν είναι, λοιπόν, αν καλώς επιδιώξαμε να λύσουμε το πρόβλημα «κλείνοντας τον λογαριασμό», αλλά αν το κόστος για να κλείσουμε το λογαριασμό ανταποκρινόταν στο λογαριασμό που έπρεπε να πληρώσουμε. Οι δουλειές πρέπει να κλείνουν, λοιπόν, για να αποφεύγονται σενάρια Αργεντινής. Προσοχή μόνο στο κόστος του clearing.
Δεύτερον: Το σύστημα μπορεί να σε «ξεράσει», αλλά δε θα σε ξεχάσει ποτέ
Όταν οι δουλειές μένουν ανοιχτές, υπάρχουν συνέπειες. Η πρώτη συνέπεια είναι η απομόνωση. Η περίοδος 2001-2005 ήταν απελπιστική για την Αργεντινή, και θα ήταν ακόμα πιο απελπιστική αν η ίδια η χώρα δεν είχε στοιχειώδεις παραγωγικές δυνατότητες να απορροφήσει από μόνη της τους κραδασμούς της κατάρρευσης. Όμως καμία χώρα δεν είναι «νησί». Η διασύνδεση με το διεθνές σύστημα, δηλαδή το σύστημα γραπτών και άγραφων κανόνων συμπεριφοράς και κοινωνικοποίησης, είναι αναπόφευκτη όσο «αυτάρκης» και να είσαι. Το σύστημα λοιπόν σε αποβάλλει, σε περιορίζει, σε τιμωρεί παραδειγματικά, σε απομονώνει. Μετά σε αφήνει στην ησυχία σου, αλλά δεν ξεχνά ποτέ ότι «χάλασες τη πιάτσα». Παγώνει το θέμα για κάποιο καιρό, και μόλις έρθει η κατάλληλη ευκαιρία σε ξαναπιάνει, αν μη τι άλλο, για να «φοβούνται και οι υπόλοιποι». Πιστεύω ότι αυτό το 1,5 δις ομολόγων που εκκρεμούσε για την Αργεντινή ήταν απλώς η αφορμή που κρατούσε ανοιχτή την agenda. Αν δεν υπήρχε αυτό, σίγουρα κάτι άλλο θα έβρισκε το σύστημα, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις, π.χ. στη Βραζιλία πριν τριάντα χρόνια.
Τρίτον: όταν διαχειρίζεσαι τέτοια πράγματα δεν μπορείς να λειτουργείς ιδεολογικά
Το 2001 η κυβέρνηση της Αργεντινής, ανακοινώσε τη χρεοκοπία ως «ηχηρό χαστούκι του λαού στον παγκόσμιο καπιταλισμό». Αυτή είναι προσφιλής πρακτική στη Λατινική Αμερική, με πρώτη διδάξασα τη Βραζιλία της δεκαετίας του 1980. Όμως, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για την προσέλκυση κεφαλαίων (η αγορά ομολόγων δηλαδή), λειτουργεί με συγκεκριμένους κανόνες χωρίς να ρωτά τις ιδεολογικές σου προτιμήσεις. Σου λέει: «Κύριε κράτος χρειάζεσαι χρήμα. Γιατί να το δώσω σε σένα και όχι σε κάποιον άλλο που το χρειάζεται;» Απαντά το κράτος: «Γιατί εγώ σαν κράτος, έχω τη δυνατότητα, λόγω μεγέθους και δύναμης, να τηρήσω τους κανόνες της αγοράς καλύτερα από μία τράπεζα ή επιχείρηση, που επίσης συναγωνίζονται μαζί μου για τα ίδια λεφτά. Μη τα δώσεις λοιπόν σε αυτούς, δώστα μου εμένα». Το κράτος επιλέγει να ζητήσει λεφτά από τους καπιταλιστές, δεν τα δίνουν οι καπιταλιστές με το ζόρι, ούτε ρωτάνε πολλές ερωτήσεις πέραν από τις ρήτρες δανεισμού (covenants)  Χτες, η κίνηση της Αργεντινής δεν είχε κανένα ιδεολογικό χρώμα. Διοχέτευσε την ιδεολογική αντίδραση στον κοσμάκη (συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας), ενώ στη πραγματική διαπραγμάτευση είπε κάτι πολύ λογικό: «Αν σας δώσω 1,5 δισ. δολάρια, θα με κατηγορήσουν όσοι συμφώνησαν στο κούρεμα το 2005 για μεροληπτική συμπεριφορά και θα ανοίξω τον ασκό του Αιόλου για άλλα 29 δισ. δολάρια». Αυτό μπορούν να το καταλάβουν όλοι. Η Αργεντινή παίζει με τους κανόνες του παιχνιδιού, και το σημαντικότερο, είναι προβλέψιμη. Όταν ο εταίρος δεν το παίζει «ήρωας», «ιδεολόγος», και «πατριώτης», μιλάς την ίδια γλώσσα μαζί του και αυτό μόνο σε καλό μπορεί να βγει, ή τουλάχιστον, δεν κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Αυτά είναι τα τρία μαθήματα που παίρνουμε από την Αργεντινή. Και καταλήγοντας να πω ότι συμφωνώ απόλυτα με την πρακτική της κυβέρνησης της Αργεντινής στη Νέα Υόρκη για selective default, για τους ίδιους τρεις λόγους: πρώτον διότι η Αργεντινή δείχνει ότι συμμετέχει στο παιχνίδι, δεύτερον γιατί συμμετέχει για να «κλείσει το θέμα οριστικά», και τρίτον γιατί συμμετέχει με λογικά επιχειρήματα και όχι με ιδεολογικές εμμονές και μονομερείς ψευτοηρωισμούς.
Ξέρει η πρόεδρος της χώρας ότι ανοίγει μία «νεκρή παρένθεση», αλλά ανοίγει την παρένθεση ξέροντας ότι αυτή θα κλείσει το 2015 (που εκπίπτει το covenant για όσους συμφώνησαν το 2005), αναστέλλει μια πληρωμή που θα «χάλαγε τη πιάτσα», και παραμένει ζωντανή σε μια διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει με συγκεκριμένους όρους μετά από πέντε μήνες. Δεν ξέρουμε ασφαλώς την κατάληξη αλλά ξέρουμε ότι ακολουθεί μια «μετρημένη» πολιτική διαδικασία.


*Ο Δημήτρης Ψαρράκης είναι Οικονομολόγος. Σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις και Χρηματοοικονομικά στο Harvard, καθώς και Ανάλυση Χρηματοοικονομικών Ρίσκων στα πανεπιστήμια Stanford και Columbia. Είναι αναλυτής διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων στο Λουξεμβούργο και την Ολλανδία, ενώ κατά την περίοδο της κρίσης (2010-12) ήταν επιστημονικός συνεργάτης της Βουλής για θέματα οικονομικής πολιτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου