Ο άνθρωπος, αχόρταγος από τη φύση του, ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος. «Αν είχα μια άλλη δουλειά...», «Αν ζούσα σε μια άλλη πόλη...», «Αν είχα έναν άλλον σύντροφο...». Όλα αυτά τα «αν», δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποφυγές του να δουλέψουμε με τον εαυτό μας. Η πόλη, αντί να μας λυτρώσει, μας έσυρε σε μια ζωή όπου δύο άνθρωποι δουλεύουν αδιάκοπα, 8-10 ώρες ο καθένας, για να μαζεύουν χρήματα που δεν φτάνουν ποτέ. Πληρώνουμε για να αγοράζουμε τη ζωή που κάποτε είχαμε δωρεάν. Η ενέργεια που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε σε αυτήν την αφύσικη πραγματικότητα, μας αφήνει άδεια χέρια στο τέλος της ημέρας.
Μήπως, λοιπόν, το λάθος δεν ήταν το «πρέπει να φύγουμε από τη φύση», αλλά το «πρέπει να γυρίσουμε πίσω»; Όπως ο άσωτος γιος, που όταν συνειδητοποίησε την πτώση του, γύρισε στον πατέρα του, έτσι κι εμείς πρέπει να αναλογιστούμε τι έχουμε χάσει. Η φύση μάς περιμένει. Εκεί που οι χαρτογιακάδες και τα ψεύτικα φώτα των γραφείων δεν έχουν καμία θέση. Η ζωή στην πόλη μας έχει φέρει πιο μακριά από τον πυρήνα της ύπαρξής μας. Ίσως, η λύση είναι να πετάξουμε τα τεχνητά δεσμά της ζωής στην πόλη και να ξαναβρούμε την αλήθεια στη φύση. Να ζήσουμε πιο απλά, με λιγότερα. Η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή δεν θα έρθει. Ό,τι μένει, είναι τώρα.