Ήταν τα σπίτια των Μικρασιατών, αυτών που ήρθαν με πόνο και ξαναχτίσαν τη ζωή τους από την αρχή.
Αυτά τα ταπεινά πέτρινα κτίρια, με τις μικρές αυλές και τις γέρικες αμυγδαλιές, ήταν γεμάτα μνήμες, φωνές παιδιών, μυρωδιές από το φαγητό της μάνας που μοσχομυριζε η γειτονιά, ακούσματα από παλιά ραδιόφωνα που έπαιζαν τις μουσικές του Καζαντζίδη.
Κάθε πέτρα, κάθε γωνιά, έβγαζε τη ζεστασιά μιας άλλης εποχής, όπου η ζωή ήταν δύσκολη, αλλά αυθεντική, γεμάτη νόημα.
Θυμάμαι τις κουβέντες των μεγάλων, τις ιστορίες τους...
«Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός».
Λόγια που τότε ίσως δεν καταλάβαινα πλήρως, αλλά ένιωθα.
Σ' αυτά τα σπίτια, ζούσαν άνθρωποι με πληγές, αλλά και με δύναμη, που έφτιαξαν κάτι από το τίποτα, χτίζοντας τις οικογένειές τους με αγάπη και κόπο, με όνειρα για το αύριο, χωρίς να φοβούνται την απλότητα.
Σήμερα, αυτά τα σπίτια δεν υπάρχουν πια.
Γκρεμίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε επαύλεις με πισίνες και επίχρυσα πόμολα, για να υψωθούν ψηλές μάντρες που χωρίζουν τον άνθρωπο από τη γειτονιά του, από το παρελθόν του.
Η κοινωνία έμαθε να εκτιμά το φανταχτερό, το ακριβό, το λαμπερό, και απορρίπτει το αυθεντικό, το λιτό, το αληθινά λαϊκό.
Όπως στο θέατρο, όπως στη μουσική, έτσι και στη ζωή, αυτό το μικροαστικό γούστο επιβάλλεται, προσπαθώντας να μας κάνει να ξεχάσουμε τις ρίζες μας, να ξεχάσουμε τον εαυτό μας.
Γιατί ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να καταστήσεις ακίνδυνους τους φτωχούς είναι να τους εκπαιδεύσεις να θέλουν να μιμούνται τους πλούσιους.
Και έτσι, συνεχίζουν να κυνηγούν ένα όνειρο που δεν είναι δικό τους, ενώ χάνουν τα αληθινά τους όνειρα, την ψυχή τους, τις αξίες που κάποτε είχαν κρατήσει όρθιες αυτές τις γειτονιές κ την κοινωνια..ισως..